πιστώσει

πιστώσει
πίστωσις
assurance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πιστώσεϊ , πίστωσις
assurance
fem dat sg (epic)
πίστωσις
assurance
fem dat sg (attic ionic)
πιστόω
make trustworthy
aor subj act 3rd sg (epic)
πιστόω
make trustworthy
fut ind mid 2nd sg
πιστόω
make trustworthy
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… …   Dictionary of Greek

  • πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… …   Dictionary of Greek

  • τσέτουλα — η, Ν 1. μικρό ξύλο στο οποίο σημειώνονταν άλλοτε με εγκοπές οι επί πιστώσει αγορές τροφίμων 2. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τσέτουλα χωρίς πληρωμή 3. φρ. α) «έκοψα τσέτουλα» δεν πλήρωσα αντίτιμο προμήθειας ή αμοιβή εργασίας β) «με την τσέτουλα τά… …   Dictionary of Greek

  • Σελίν — (Celine, ψευδώνυμο του Louis Ferdinand Destouches). Γάλλος συγγραφέας (Κουρμπεβουά 1894 Μεντόν 1961). Στο μυθιστόρημα του Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932) παρουσιάζει με εκπληκτική πληρότητα την οργή που του προκαλούσε το θέαμα της ανθρώπινης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”