πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… … Dictionary of Greek
πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… … Dictionary of Greek
τσέτουλα — η, Ν 1. μικρό ξύλο στο οποίο σημειώνονταν άλλοτε με εγκοπές οι επί πιστώσει αγορές τροφίμων 2. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τσέτουλα χωρίς πληρωμή 3. φρ. α) «έκοψα τσέτουλα» δεν πλήρωσα αντίτιμο προμήθειας ή αμοιβή εργασίας β) «με την τσέτουλα τά… … Dictionary of Greek
Σελίν — (Celine, ψευδώνυμο του Louis Ferdinand Destouches). Γάλλος συγγραφέας (Κουρμπεβουά 1894 Μεντόν 1961). Στο μυθιστόρημα του Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932) παρουσιάζει με εκπληκτική πληρότητα την οργή που του προκαλούσε το θέαμα της ανθρώπινης… … Dictionary of Greek